- κατάπλου
- κατάπλοοςsailing downmasc voc sg (attic)κατάπλοοςsailing downmasc gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόπλους — ἑτερόπλους, ουν και ἑτερόπλοος, ον (Α) 1. τα χρήματα που δανείζεται κάποιος μόνο για ένα ταξίδι όταν αποπλέει από ένα λιμάνι για να μεταβεί σε άλλο και τα οποία επιστρέφει στον τόπο τού κατάπλου («ἑτερόπλουν τἀργύριον εἰς Ἀθήνας», Δημοσθ.) 2. (το … Dictionary of Greek
ρυμουλκός — ή, ό, και τ. ουδ. ρεμουλκό, Ν 1. αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει κάτι το οποίο είναι δεμένο πίσω του 2. το θηλ. ως ουσ. η ρυμουλκός σιδηροδρομική άμαξα έλξης, λοκομοτίβα 3. το ουδ. ως ουσ. το ρυμουλκό και ρεμουλκό α) ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο πλοίο … Dictionary of Greek
ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Καλπούζος, Ιωάννης — (18ος αι.). Εθνικός αγωνιστής. Καταγόταν από τη Λιβαδειά, στην επικράτεια της οποίας ύψωσε πρώτος τη σημαία της Επανάστασης το 1770, ταυτόχρονα με τον κατάπλου του ρωσικού στόλου στην Πελοπόννησο με αρχηγό τον Ορλόφ. Εγκαταλείφθηκε όμως από τους… … Dictionary of Greek